-
1 нейтральный
επ., βρ: -лен -льна, -льно;1. ουδέτερος•-ая страна ουδέτερη χώρα•
-ое государство ουδέτερο κράτος•
нейтральный наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής•
нейтральный человек ουδέτερος άνθρωπος•
-ое поведение ουδέτερη στάση.
2. ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος.3. (χημ.) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια•нейтральный раствор ουδέτερο διάλυμα.
-
2 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель